- όις
- ὄϊς, -ϊος και οἶς, κρητικός τ. οις και, ποιητ. τ. οἶις, ὁ, ἡ (Α)πρόβατο («ὥς τ' ὄϊες... ἐν αὐλῇ μυρίαι ἐστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄ(F)is ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *oui-s «πρόβατο» και συνδέεται με αρχ. ινδ. avih, λατ. ovis, αρχ. ιρλδ. οĭ, αρχ. άνω γερμ. ouwi, αγγλοσαξ. ēowu, γοτθ. awi-str «αυλή προβάτων, ποίμνη», λιθουν. avis. Ο αττ. τ. οἶς έχει σχηματιστεί με συναίρεση. Η λ. οἴς αποτελεί αρχαιότερη ονομ. για το πρόβατο (βλ. λ. πρόβατο)].
Dictionary of Greek. 2013.